ασπίλωτος

ασπίλωτος
ἀσπίλωτος, -ον (AM)
ο άσπιλος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σπιλωτός < σπιλώ (-όω) «κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσπίλωτον — ἀσπίλωτος without spots masc/fem acc sg ἀσπίλωτος without spots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιλώτῳ — ἀσπίλωτος without spots masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπίλωτα — ἀσπίλωτος without spots neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπιλος — άσπιλος, η, ο και ασπίλωτος, η, ο επίρρ. α αμόλυντος, ακηλίδωτος, αγνός, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν άσπιλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”